- πηκτικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού πηκτικού, η ικανότητα ενός παράγοντα να πήζει κάτι ή να προκαλεί πήξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερπηκτικότητα — η, Ν ιατρ. αύξηση τής πηκτικότητας τού αίματος που κυκλοφορεί, η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση, πέρα από τα φυσιολογικά όρια, τής ταχύτητας σχηματισμού θρομβίνης κατά τη διαδρομή τών φαινομένων τής πήξεως τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * +… … Dictionary of Greek
αιματοδιαγνωστική — Διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην επιστημονική εξέταση του αίματος. Χρήσιμα διαγνωστικά στοιχεία για τον σκοπό αυτό προσφέρει η έρευνα των φυσικών ιδιοτήτων του αίματος ως προς το χρώμα και την πηκτικότητα (την ταχύτητα δηλαδή και τον τρόπο… … Dictionary of Greek